πύρνος

πύρνος
ὁ, Α
1. (κατά τον Ησύχ.) «ψωμός»
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «τὸ ἀπόκλασμα τοῡ ἄρτου»
3. στον πληθ. πύρνοι
(κατά τον Ησύχ.) «ζειαὶ κνηστώδεις, ἤ ὁ κατειργασμένος σῑτος, ἄλλοι χόρτας, ἄλλοι μαγίδα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός όρος αβέβαιης ετυμολ. Σύμφωνα με την αρχαιότερη άποψη, η λ. πύρνος προήλθε, με συγκοπή, από το επίθ. πῡρινος (< πῡρός «σίτος»). Προβλήματα, όμως, γεννά τόσο η δυσερμήνευτη συγκοπή όσο και η οξεία τού τ. πύρνος αντί τού αναμενόμενου *πῦρνος. Κατ' άλλη άποψη, όχι τόσο πιθανή, η λ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kweru- «μασσώ, αλέθω» (με αρκτικό χειλοϋπερωικό φθόγγο) και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. carvati «συντρίβω», cūrna- «αλεύρι, σκόνη», καθώς και με τους τ. που παραδίδει ο Ησύχ.: πορύναν
μαγίδα (< μαγίς «πλακούντας, πίτα») και τορύνη]
σιτῶδές τι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πύρνος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύρνοι — πύρνος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύρνους — πύρνος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τορύνη — (I) ἡ, Α κουτάλα για το ανακάτεμα τού φαγητού στη χύτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. τορύνη έχει προέλθει μέσω ενός τ. *τυρ ύνη (με ανομοιωτική τροπή τού υ σε ο ) από τη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *twer «κουνώ, γυρίζω… …   Dictionary of Greek

  • πυρναίος — αία, ον, Α κατάλληλος για βρώση, εδώδιμος, φαγώσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύρνος* ή πύρνον + κατάλ. αῖος*] …   Dictionary of Greek

  • πυρνοτόκος — ον, Α (για εδαφική έκταση) αυτός που παράγει τροφή («πυρνοτόκος ἄρουρα», Υμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πύρνος + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. καρπο τόκος] …   Dictionary of Greek

  • πύρνον — τὸ, Α 1. σταρένιο ψωμί 2. (κυρίως) ψωμί από αλεύρι με πίτυρα 3. τροφή, φαγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού πύρνος* με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • ύρνηται — Α [πύρνος] (κατά τον Ησύχ.) «ἐσθίηται» …   Dictionary of Greek

  • πύρνον — wheaten bread neut nom/voc/acc sg πύρνος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύρνου — πύρνον wheaten bread neut gen sg πύρνος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”